- σφανταχτερός
- -ή, -ό, Νβλ. φανταχτερός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φανταχτερός — και σφανταχτερός, ή, ό, Ν (για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που προκαλεί ζωηρή εντύπωση με την εξωτερική του εμφάνιση, εντυπωσιακός, χτυπητός (α. «πολύ φανταχτερός τύπος» β. «φανταχτερό φόρεμα»). επίρρ... φανταχτερά Ν με φανταχτερό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
φανταχτερός — φανταχτερός, ή, ό και σφανταχτερός, ή, ό επίρρ. ά εκείνος που φαντάζει (βλ. λ.), που χτυπάει στο μάτι, ο ζωηρόχρωμος, ο χτυπητός, ο φαντεζί, ο φιγουράτος: Φανταχτερή γραβάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)